προεπαγγέλλω

προεπαγγέλλω
προεπαγγέλλω (the act. in Cass. Dio) 1 aor. mid. προεπηγγειλάμην; in our lit. only mid. and pass. promise before(hand), previously (so mid. in Cass. Dio 42, 32; 46, 40) τὶ someth. Ro 1:2. Pf. pass. ptc. (IPriene 11, 71 [84 B.C.] τὰ προεπηγγελμένα) ἡ προεπηγγελμένη εὐλογία the bountiful gift which was (previously) promised 2 Cor 9:5.—M-M s.v. προεπαγγέλλομαι. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεπαγγέλλω — Α [ἐπαγγέλλω] 1. προαναγγέλλω κάτι 2. επιδιώκω κάτι προηγουμένως 3. μέσ. προεπαγγέλλομαι υπόσχομαι κάτι εκ τών προτέρων («ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν», ΚΔ) 4. παθ. δίνομαι εκ τών προτέρων ως υπόσχεση («ὡς οὖν τοῡτο τε προεπηγγέλλετο», Δίων… …   Dictionary of Greek

  • προεπάγγελσις — έλσεως, ἡ, Α [προεπαγγέλλω] η προαναγγελία …   Dictionary of Greek

  • προεπαγγελία — ἡ, Μ [προεπαγγέλλω] η προαναγγελία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”